-
1 ίκον
ἱκνέομαιcome: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)ἱκνέομαιcome: aor ind act 1st sg (homeric ionic)——————ἷ̱κον, ἵκωcome: imperf ind act 3rd plἷ̱κον, ἵκωcome: imperf ind act 1st sgἵκωcome: pres part act masc voc sgἵκωcome: pres part act neut nom /voc /acc sgἵκωcome: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἵκωcome: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἷ̱κον, ἱκνέομαιcome: aor ind act 3rd plἷ̱κον, ἱκνέομαιcome: aor ind act 1st sg -
2 Αδριακόν
-
3 Ἀδριακόν
-
4 Ολυμπιόνικον
Ὀλυμπιόνικοςvictorious in the Olympic games: masc /fem acc sgὈλυμπιόνικοςvictorious in the Olympic games: neut nom /voc /acc sgὈλυμπιόνῑκον, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc /fem acc sgὈλυμπιόνῑκον, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: neut nom /voc /acc sg -
5 Ὀλυμπιόνικον
Ὀλυμπιόνικοςvictorious in the Olympic games: masc /fem acc sgὈλυμπιόνικοςvictorious in the Olympic games: neut nom /voc /acc sgὈλυμπιόνῑκον, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: masc /fem acc sgὈλυμπιόνῑκον, Ὀλυμπιονίκηςconqueror in the Olympic games: neut nom /voc /acc sg -
6 Πυθιόνικον
Πῡθιόνῑκον, Πυθιόνικοςof: masc /fem acc sgΠῡθιόνῑκον, Πυθιόνικοςof: neut nom /voc /acc sg -
7 άκον
ἄκωνinvoluntary: masc voc sg——————ἆ̱κον, ἀέκωνinvoluntary: masc voc sg (attic)ἆ̱κον, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc sg (attic) -
8 άνικον
ἄνῑκον, ἀνά-ἵκωcome: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἄνῑκον, ἀνά-ἵκωcome: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἀνά-ἱκνέομαιcome: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀνά-ἱκνέομαιcome: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
9 ἄνικον
ἄνῑκον, ἀνά-ἵκωcome: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἄνῑκον, ἀνά-ἵκωcome: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἀνά-ἱκνέομαιcome: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀνά-ἱκνέομαιcome: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
10 έρυκον
ἔρῡκον, ἐρύκωkeep in: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἔρῡκον, ἐρύκωkeep in: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
11 ἔρυκον
ἔρῡκον, ἐρύκωkeep in: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἔρῡκον, ἐρύκωkeep in: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
12 έτακον
ἔτᾱκον, τήκωmelt: imperf ind act 3rd pl (doric)ἔτᾱκον, τήκωmelt: imperf ind act 1st sg (doric) -
13 ἔτακον
ἔτᾱκον, τήκωmelt: imperf ind act 3rd pl (doric)ἔτᾱκον, τήκωmelt: imperf ind act 1st sg (doric) -
14 αξιόνικον
ἀξιόνῑκον, ἀξιόνικοςworthy of victory: masc /fem acc sgἀξιόνῑκον, ἀξιόνικοςworthy of victory: neut nom /voc /acc sg -
15 ἀξιόνικον
ἀξιόνῑκον, ἀξιόνικοςworthy of victory: masc /fem acc sgἀξιόνῑκον, ἀξιόνικοςworthy of victory: neut nom /voc /acc sg -
16 απέρυκον
ἀπέρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀπέρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
17 ἀπέρυκον
ἀπέρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀπέρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
18 απήρυκον
ἀπήρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 3rd plἀπήρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 1st sg -
19 ἀπήρυκον
ἀπήρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 3rd plἀπήρῡκον, ἀπερύκωkeep off: imperf ind act 1st sg -
20 εξένικον
ἐξένῑκον, ἐκ, ἐν-ἵκωcome: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐξένῑκον, ἐκ, ἐν-ἵκωcome: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)ἐκ, ἐν-ἱκνέομαιcome: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐκ, ἐν-ἱκνέομαιcome: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
Κον Τίκι — Ονομασία σχεδίας, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων περουβιανών σκαφών, με κορμούς δέντρων και πανί από καλάμια. Η επιφάνειά της ήταν περίπου 100 τ.μ. Με το Κ.Τ., το 1947, ο Νορβηγός εθνογράφος Τ. Κέγιερνταλ πέρασε μαζί με… … Dictionary of Greek
Κον, Βάλτερ — (Walter Kohn, Βιέννη 1923 –). Αμερικανός χημικός, αυστριακής καταγωγής. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τορόντο και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ. Το 1948 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο, αναπτύσσοντας… … Dictionary of Greek
Κον, Πολ Μόριτζ — (Paul Moritz Kohn, Αμβούργο 1924 –). Βρετανός μαθηματικός, γερμανικής καταγωγής. Απόφοιτος της σχολής μαθηματικών του Trinity College στο Κέιμπριτζ, έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1951. Τον επόμενο χρόνο ανακηρύχθηκε… … Dictionary of Greek
ἷκον — ἷ̱κον , ἵκω come imperf ind act 3rd pl ἷ̱κον , ἵκω come imperf ind act 1st sg ἵκω come pres part act masc voc sg ἵκω come pres part act neut nom/voc/acc sg ἵκω come imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵκω come imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κονή — κονή, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) φόνος 2. κώνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κον (πρβλ. παρακμ. κέ κον α, τού καίνω «φονεύω») + κατάλ. ή] … Dictionary of Greek
λεωκόνητος — και λεωκόνιτος, ὁ (Α) ο εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση τού επιρρ. λέως* «εντελώς, τελείως» + θ. κον (τού καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ κον α), πρβλ. τρι κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση τού κονίω… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ՀԵՐՁՈՒԱԾԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0094 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. σχισματικός, κή, κόν, αἰρετικός, κή, κόν . Հերձուածողական, մանաւանդ հերետիկոսական. աղանդական. *Հերձուածական մոլորութիւն, կամ վարդապետութիւն. Սեբեր. ՟Դ. եւ ՟Է: *Հերձուածականին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)